φθογγογραφία

φθογγογραφία
η, Ν
γραφή με τη χρήση φθογγογραμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ι. Ν. Σταματέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθογγογραφία — η η γραφή με φθογγογράμματα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθογγογραφικός — ή, ό, Ν [φθογγογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθογγογραφία («φθογγογραφικό αλφάβητο») …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • φθογγογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φθογγογραφία (βλ. λ.), που είναι της φθογγογραφίας: Φθογγογραφικό αλφάβητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”